Του Χρήστου Π. Νούνη
Σε πρόσφατη συμμετοχή του σε πάνελ της διαδικτυακού συνεδρίου της Insurance Europe, ο Υφυπουργός Εργασίας κ. Πάνος Τσακλόγλου ανέφερε –μεταξύ των άλλων– ότι “σχεδιάζουμε μια μακροχρόνια μεταρρύθμιση της επαγγελματικής ασφάλισης. Εκτός από την κατάργηση της ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης των κατ’ αποκοπή ποσών έναντι των προσόδων, στοχεύουμε να προβλέψουμε ισότιμους όρους”.
Το θέμα της φορολογικής μεταχείρισης συχνά-πυκνά ανακινείται από εκπροσώπους των ασφαλιστικών επιχειρήσεων – είναι γνωστό ότι ένα μέρος της ασφαλιστικής βιομηχανίας της χώρας επιθυμεί την εξίσωση των φορολογικών κινήτρων των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) του 2ου πυλώνα με αυτόν του 3ου πυλώνα των ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ουδόλως όμως επιθυμεί και την αντίστοιχη εξίσωση με το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των ΤΕΑ.
Έχουμε πολλές φορές ως ΕΛΕΤΕΑ τονίσει τη διαφορά στη φιλοσοφία, στις στοχεύσεις και στο πλαίσιο λειτουργίας του 2ου πυλώνα της επαγγελματικής ασφάλισης έναντι του 3ου πυλώνα της ιδιωτικής ασφάλισης –τόσο ιδιωτικά στον ίδιο τον κ. Υφυπουργό, όσο και ευρύτερα στον δημόσιο διάλογο. Η διαφορά αυτή δεν αποτελεί γνώμη ή ιδιαίτερη άποψη της Ένωσής μας –αποτελεί πραγματικό γεγονός. Ο 2ος πυλώνας αφορά επαγγελματική ασφάλιση η οποία γεννάται και οργανώνεται από τους κοινωνικούς εταίρους με ρητό στόχο τη συνταξιοδοτική προστασία τους εντός ενός μη κερδοσκοπικού πλαισίου. Αντίθετα, ο 3ος πυλώνας αφορά εμπορική προσφορά ασφαλιστικών και επενδυτικών προϊόντων η οποία γεννάται και οργανώνεται από ιδιώτες-μετόχους με ρητό στόχο το (βιώσιμο) κέρδος. Κάθε πυλώνας διαθέτει από την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία το δικό του ιδιαίτερο εποπτικό πλαίσιο –την οδηγία IORPII για τα ΤΕΑ και την οδηγία Solvency II για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Η ασφαλιστική βιομηχανία του 3ου πυλώνα (όπως και ο καθένας από εμάς) μπορεί να έχει τη δική της άποψη για διάφορα θέματα –για παράδειγμα, μπορεί να υποστηρίζει, όπως πρόσφατα έκανε σε δημόσια παρέμβασή της η γενική διευθύντρια της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος κα Αντωνάκη, πως “[ε]ν πολλοίς, η IORP II είναι αντιγραφή του Solvency IΙ, με βασική ειδοποιό διαφορά τις υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις…”. Καλώς ή κακώς όμως, η πραγματικότητα δεν αλλάζει: άλλο το πλαίσιο λειτουργίας και εποπτείας για τον 2ο πυλώνα κα άλλο για τον 3ο πυλώνα, ανεξαρτήτως του πόσο ο κάθε κ. Νούνης ή κα Αντωνάκη πιστεύουν ότι το ένα είναι ή όχι αντιγραφή του άλλου.
Προφανώς, η στόχευση των εκπροσώπων της ασφαλιστικής βιομηχανίας που ζητούν εξίσωση φορολογικής μεταχείρισης επιδιώκει να υποβαθμίσει έως και αποκρύψει τις ριζικές διαφορές μεταξύ της επαγγελματικής και της ιδιωτικής ασφάλισης –διαφορετικά, το αίτημα της εξίσωσης παραμένει μετέωρο. Εξού και οι διάφορες επιφανειακές προσεγγίσεις περί ανάληψης ίδιων κινδύνων, copy-paste οδηγιών κόκ. Η πραγματικότητα όμως είναι αμείλικτη: μπορεί ένα τρένο και ένα αυτοκίνητο να μεταφέρουν έναν επιβάτη από το ίδιο σημείο Α στο σημείο Β, η φιλοσοφία όμως λειτουργίας και ασφάλειας των σιδηροδρομικών μεταφορών απέχει παρασάγγας από την αντίστοιχη της αυτοκινητιστικής.
Τα ΤΕΑ μοιάζουν πολύ με τρένα. Έχουν μία προδιαγεγραμμένη πορεία με συγκεκριμένες στάσεις –για παράδειγμα, αποταμιεύεις και λαμβάνεις την παροχή σου όταν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις του Καταστατικού όπως έχουν εγκριθεί από τις εποπτικές αρχές. Όπως τα τρένα, δεν πατάνε γκάζι για ανάπτυξη εργασιών ούτε φρενάρουν για να ξεφορτωθούν κάποια συγκεκριμένη γραμμή ασφαλιστικών προϊόντων η οποία ενδεχομένως δεν απέδωσε τα αναμενόμενα –αντίθετα, διατηρούν μία προβλεψιμότητα στην πορεία τους η οποία τους αποδίδει τον χαρακτηρισμό των εξαιρετικά μακροχρόνιων (υπομονετικών) επενδυτών. Οι δε εξυπηρετήσεις που παρέχουν στους επιβάτες/μέλη τους είναι συγκεκριμένες: πληροφόρηση για το σημείο στο οποίο βρίσκεται η αποταμίευσή τους, ο χρόνος άφιξης στον επόμενο σταθμό, οι δυνατότητες αποβίβασης/λήψης της παροχής κόκ.
Αντίθετα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μοιάζουν περισσότερο με την πιο ευέλικτη αυτοκίνηση. Όπως με ένα αυτοκίνητο μπορείς να σταματήσεις οπουδήποτε ενώ ταυτόχρονα μπορείς να ακολουθήσεις την προσωπική διαδρομή που σε εξυπηρετεί καλύτερα, με ανάλογο τρόπο, ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο διαθέτει πάντα τη δυνατότητα πρόωρης εξαγοράς ενώ επιτρέπει να σχεδιάσεις εκείνο το πλάνο αποταμίευσης που σου ταιριάζει περισσότερο και το οποίο μπορείς οποτεδήποτε και χωρίς κόστος να τροποποιήσεις, αν πάψει να σε εξυπηρετεί. Στο αυτοκίνητο, όπως και σε μία ασφαλιστική επιχείρηση, μπορείς να πατήσεις γκάζι ή φρένο ανάλογα με τις ευκαιρίες και τις συγκυρίες του δρόμου –δηλαδή, της αγοράς. Αρκεί όλα αυτά να γίνουν με ασφάλεια. Γι’ αυτό στην ασφαλιστική βιομηχανία το εποπτικό πλαίσιο είναι περισσότερο προσανατολισμένο στην τήρηση αρχών ασφαλούς συμπεριφοράς παρά στην τήρηση προδιαγεγραμμένων κανόνων, όπως συμβαίνει στα ΤΕΑ.
Έχοντας όλα αυτά κατά νου, ας ξαναγυρίσουμε στις δηλώσεις του κ. Υφυπουργού και ας εστιάσουμε σε αυτό που εκείνος επίλεξε να εστιάσει: στο φορολογικό.
Υφίστανται δύο θέματα που χρήζουν φορολογικής αντιμετώπισης.
Το πρώτο είναι ενδο-πυλωνικό. Δηλαδή, εντός του 2ου πυλώνα επαγγελματικής ασφάλισης, ποιο είδος παροχής χρήζει φορολογικής ενθάρρυνσης: η κατ’ αποκοπή (εφάπαξ) παροχή ή η παροχή σε προσόδους (σύνταξη); Όλοι νομίζω συμφωνούμε (και πρώτη η ΕΛΕΤΕΑ) ότι φορολογικά θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η παροχή σύνταξης έναντι της παροχής εφάπαξ. Η ΕΛΕΤΕΑ όμως δεν στέκεται μόνο στο αυτονόητο. Τολμά και θέτει το επόμενο κρίσιμο ερώτημα: πώς είναι δυνατό η αρχή της φορολογικής ενθάρρυνσης της σύνταξης να υλοποιηθεί στην πράξη με αποτελεσματικότητα; Διότι καλώς ή κακώς, υφίσταται μία πραγματικότητα στην Ελλάδα σύμφωνα με την οποία τα ποσά εφάπαξ που στην πλειονότητά τους συσσωρεύονται ή αναμένεται να συσσωρευτούν έως τη συνταξιοδότηση από τα ΤΕΑ, δεν δύναται να χρηματοδοτήσουν την παροχή μίας ουσιώδης ισόβιας σύνταξης. Οπότε καταλήγουν αφενός να μην εξυπηρετούν τον συνταξιούχο αλλά και αφετέρου να αποτελούν έναν κενού περιεχομένου διαχειριστικό βραχνά για τα ΤΕΑ.
Αντίθετα με τον τρόπο που λειτουργεί η κοινωνική ασφάλιση (διανεμητικό σύστημα), τα ΤΕΑ όταν παρέχουν π.χ. ισόβιες συντάξεις, οφείλουν να διακρατούν τα κατάλληλα τεχνικά αποθέματα και το αντίστοιχο περιθώριο φερεγγυότητας, τα οποία απομειώνουν έτι περαιτέρω το ύψος της τελικής σύνταξης. Ως εκ τούτου, η φορολογική ενθάρρυνση για συνταξιοδοτική πρόσοδο θα πρέπει να πραγματοποιείται για εκείνα το κατώφλια εφάπαξ ποσών (ατομικά αλλά και συλλογικά) τα οποία δύνανται να υποστηρίξουν ουσιώδεις (material) ροές μηνιαίων συντάξεων. Τα ύψη των συγκεκριμένων κατωφλιών δεν μπορούν να είναι θέμα θεωρητικών συζητήσεων και αυθαίρετων προσωπικών επιθυμιών. Αντίθετα, θα πρέπει να προσδιοριστούν ως αποτέλεσμα μιας ανεξάρτητης επιστημονικής μελέτης η οποία θα λαμβάνει υπόψη την υφιστάμενη πολυετή εμπειρία της αποταμιευτικής συσσώρευσης των ΤΕΑ στη χώρα μας, τα ύψη των μισθών και τις δυνατότητες επιπρόσθετης (πέραν δηλαδή του 1ου πυλώνα) αποταμίευσης από τις επιχειρήσεις, τα έξοδα μετατροπής συσσωρευμένων ποσών σε σύνταξη, τη διαχρονική εξέλιξη των πιθανοτήτων επιβίωσης του εργατικού δυναμικού, τα ύψη των αναμενόμενων μέσων συντάξεων από τον 1ο πυλώνα, τα ετήσια διαχειριστικά κόστη παροχής συντάξεων και λοιπούς άλλους παράγοντες. Κυρίως όμως, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την κεντρική επιλογή του νομοθέτη σύμφωνα με την οποία δεν παρέχεται στον κάθε εργαζόμενο δυνατότητα εθελοντικής απεμπλοκής (contracting-out) από τον 1ο πυλώνα με ταυτόχρονη υποχρέωση ασφάλισης στον 2ο πυλώνα –περιορισμός που καθιστά εκ των πραγμάτων τον 2ο πυλώνα στη χώρα μας συμπληρωματικό μεν, περιορισμένης όμως σημαντικότητας έναντι του 1ου.
Και φτάνουμε στο δεύτερο θέμα που είναι δια-πυλωνικό: πώς θα πρέπει να διαμοιραστούν τα φορολογικά κίνητρα ώστε να υφίσταται “ισότιμη” μεταχείριση;
Εδώ τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα: ενδεχόμενη φορολογική εξίσωση των ΤΕΑ με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα ήταν απλά καταστροφική για τα ΤΕΑ – δεν το λες και ακριβώς “ισότιμη” μεταχείριση αυτό. Ο λόγος είναι απλός και εδράζεται στις θεμελιώδεις διαφορές των ΤΕΑ με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις: ενδεχόμενη φορολογική εξίσωση θα αποθάρρυνε τους κοινωνικούς εταίρους (εργοδότες-εργαζόμενοι) να επιδείξουν εκείνη τη μακροχρόνια δέσμευση και διαρκή κανονιστική συμμόρφωση που απαιτεί η δημιουργία ενός ΤΕΑ, προς όφελος των πιο εύχρηστων και ευέλικτων ομαδικών συνταξιοδοτικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων.
Για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται με ένα παράδειγμα: τα ΤΕΑ, όπως εύστοχα έχει επισημάνει και ο διοικητής της ΤτΕ κ. Στουρνάρας, αποτελούν θεματοφύλακες των υποσχέσεων του εργοδότη προς τους εργαζομένους. Η πρακτική συνέπεια αυτού του ρόλου τους έχει κομβικές επιπτώσεις: καθώς το Καταστατικό του ΤΕΑ δημοσιεύεται σε ΦΕΚ και αποκτά ισχύ νόμου, οι δεσμεύσεις που απορρέουν για τον εργοδότη για π.χ. καταβολή εισφορών υπέρ των εργαζομένων στο ΤΕΑ, ελέγχονται από το ΤΕΑ. Προσέξτε παρακαλώ τη διαφορά: ενώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι υποχρεώσεις τους ξεκινούν από τη χρονική στιγμή της καταβολής των εισφορών και μετά, για τα ΤΕΑ, οι υποχρεώσεις τους έχουν ήδη ξεκινήσει πριν τη χρονική στιγμή της καταβολής: τα ΤΕΑ οφείλουν να ελέγξουν αν και κατά πόσο ο “νόμος” των καταστατικών διατάξεων εφαρμόζεται, αν δηλαδή ο εργοδότης κατέβαλε στο ΤΕΑ αυτό που όφειλε και προβλέπεται στο καταστατικό του Ταμείου.
Ως εκ τούτου, σε περίπτωση μη καταβολής οφειλόμενων εργοδοτικών εισφορών, τα ΤΕΑ σχηματίζουν απαιτήσεις έναντι του εργοδότη οι οποίες με βάση το ρυθμιστικό πλαίσιο πληροφόρησης, κοινοποιούνται προς τις εποπτικές αρχές. Ο δε εργοδότης (ή εργαζόμενος που δεν κατέβαλε τις συμφωνημένες εισφορές) δεν μπορεί έτσι απλά να πει “συγγνώμη, κάναμε λάθος, δεν μπορώ πλέον να καταβάλλω τις συμφωνημένες εισφορές, ας τροποποιήσουμε επομένως το πρόγραμμα εισφορών” – κάθε τροποποίηση καταστατικού είναι μεν εφικτή, απαιτεί όμως μια σειρά ενεργειών όπως έγκριση από τα αρμόδια όργανα του ΤΕΑ (δηλαδή έγκριση μιας νέας συμφωνίας μεταξύ των εργαζομένων/εργοδοτών), σύνταξη αναλογιστικής μελέτης που διερευνά τη βιωσιμότητα και σκοπιμότητά της, εκ νέου έλεγχος και έγκριση από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, και τέλος, δημοσίευσή της σε νέο ΦΕΚ. Πρόκειται για μια διαδικασία που εντάσσεται σε αυτό που εμείς στην ΕΛΕΤΕΑ καλούμε επιγραμματικά “δομημένη μακροχρόνια αποταμίευση” των ΤΕΑ και η οποία είναι απλά άσχετη με την πρακτική των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Το θέμα δεν είναι απλώς να αναγνωριστεί ότι η καταστατική, μέσω δημοσίευσης σε ΦΕΚ δέσμευση των εργοδοτών σε ΤΕΑ φέρει κόστος, μέρος του οποίου θα πρέπει να αναλαμβάνεται από το κράτος με την παροχή ευνοϊκών φορολογικών κινήτρων. Αντίθετα, το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει για τον νομοθέτη είναι αν επιθυμεί να παρέχονται μέσω νόμου (και να ελέγχονται δεόντως) τέτοιες εργοδοτικές δεσμεύσεις πέραν της κοινωνικής ασφάλισης του 1ου πυλώνα (με άλλα λόγια, αν θέλουμε ως χώρα να έχουμε επαγγελματική ασφάλιση ή όχι). Από το 2002 που εισήχθη ο θεσμός της επαγγελματικής ασφάλισης στη χώρα μας, ο νομοθέτης έχει απαντήσει με ένα ηχηρό “ναι”. Για τον λόγο αυτό, ταύτισε εν πολλοίς το φορολογικό καθεστώς που ισχύει για τα ΤΕΑ με το αντίστοιχο που ισχύει για τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης του 1ου πυλώνα, δεδομένου ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε εμπλοκή και υποχρεώσεις που απορρέουν εκ του νόμου. Η διαφορά είναι ότι στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης οι δεσμεύσεις αφορούν όλους τους εργαζόμενους και εργοδότες στη χώρα, όταν στα ΤΕΑ αφορούν μόνο εκείνους τους εργαζόμενους και εργοδότες που έχουν μεταξύ τους και σε προαιρετική βάση, συμφωνήσει την ίδρυση και λειτουργία του.
Για τον λόγο αυτό, το ισχύον φορολογικό καθεστώς των ΤΕΑ που προσφέρουν εφάπαξ παροχές έχει προκύψει σαν φυσιολογική συνέχεια του αντίστοιχου καθεστώτος που ίσχυε και εξακολουθεί να ισχύει για τους φορείς των εφάπαξ παροχών (ταμεία προνοίας) της κοινωνικής ασφάλισης. Ως εκ τούτου, η φορολογική μεταχείριση των 3 πυλώνων ασφάλισης είναι σήμερα ισότιμη. Ο 2ος πυλώνας της επαγγελματικής ασφάλισης δεν απολαμβάνει κανένα suigeneris ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς έναντι π.χ. του 3ου πυλώνα της ιδιωτικής ασφάλισης το οποίο να μην εφαρμόζεται ήδη σε φορείς που δημιουργούνται βάσει νόμου στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφάλισης του 1ου πυλώνα.
Έχει αλλάξει κάτι για τον κ. Υφυπουργό που επιδίδεται σε επαναλαμβανόμενες αναφορές για “ισότιμη μεταχείριση” και δεν το γνωρίζουμε; Είναι πρόθυμος ο κ. υφυπουργός, ο κατεξοχήν θεματοφύλακας της κοινωνικής και επαγγελματικής ασφάλισης, να εξισώσει το φορολογικό καθεστώς της κοινωνικής και επαγγελματικής ασφάλισης με το αντίστοιχο της ιδιωτικής; Και αν ναι, δεν θα πρέπει να εξηγήσει σε όλους τους κοινωνικούς εταίρους τους λόγους μίας τέτοιας αναγκαιότητας, ειδικά μάλιστα όταν τα ΤΕΑ, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους, απαιτούν προβλεψιμότητα και μακροχρόνια σταθερότητα στους όρους λειτουργίας τους;
Προφανώς, θα μπορούσε να αποφασιστεί μία ενδεχόμενη φορολογική εξίσωση να αφορά μόνο την επαγγελματική ασφάλιση του 2ου πυλώνα με την ιδιωτική ασφάλιση του 3ο πυλώνα. Μία τέτοια εξέλιξη, πέραν του ότι θα ακύρωνε με τον πλέον αυθαίρετο τρόπο τη διαχρονική προσέγγιση του νομοθέτη από την ίδρυση της επαγγελματικής ασφάλισης και θα ήγειρε διάφορα παράπλευρα θέματα (έως και αντισυνταγματικότητας σε σχέση π.χ. με τα ταμεία πρόνοιας της κοινωνική ασφάλισης), θα εισήγαγε επιπλέον ένα ξεκάθαρο φορολογικό arbitrage κατά του 2ου πυλώνα:
– τόσο από την πλευρά του 3ου πυλώνα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες δεν έχουν ως πεδίο δραστηριοποίησης τη θεματοφυλακή της υπόσχεσης του εργοδότη με στόχο την ενίσχυση των συνταξιοδοτικών παροχών των εργαζομένων (και για το λόγο αυτό, δεν διαχωρίζουν τα περιουσιακά στοιχεία των συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων που συσσωρεύουν έναντι των λοιπών ασφαλιστικών προϊόντων τους),
– όσο και από την πλευρά των φορέων του 1ου πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι αντίθετα από τα ΤΕΑ, δεν λειτουργούν με επαγγελματικά πρότυπα διακυβέρνησης αλλά απολαμβάνουν ένα ιδιότυπο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς μόνο και μόνο επειδή ιδρύονται με νόμο.
Έναντι μίας τέτοιας εξέλιξης, θεωρούμε αστεία οποιαδήποτε συζήτηση ή προσπάθεια να πειστούν οι κοινωνικοί εταίροι να αναλάβουν τις μακροχρόνιες υποχρεώσεις που τους αναλογούν από την ίδρυση ενός ΤΕΑ και τη δημοσίευση των καταστατικών του διατάξεων σε ΦΕΚ. Οι δε επενδύσεις στη χώρα – που αποτελεί ένα από τα βασικά ζητούμενα– θα συνεχίσουν να ακολουθούν την πεπατημένη: ο 1ος πυλώνας θα επενδύει κατά βάση σε ελληνικά κρατικά χρεόγραφα (παράγοντας τον γνωστό ανατροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο), οι δε ασφαλιστικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, φροντίζοντας να αποφεύγουν την επικινδυνότητα των τοποθετήσεων στη χώρα (και τις υψηλότερες κεφαλαιακές χρεώσεις που αυτές επισύρουν λόγω SolvencyII), όπως άλλωστε ήδη πράττουν.
Η στρατηγική κατεύθυνση για την ενίσχυση του συνταξιοδοτικού εισοδήματος πέραν του 1ου πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης δεν μπορεί να είναι η κίβδηλη και αδιέξοδη αντιπαράθεση των ΤΕΑ με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε θέματα φορολογίας. Αντίθετα, όπως έχει αναλυτικά επιχειρηματολογήσει η Ένωσή μας στο Υπουργείο Εργασίας και σε λοιπούς κυβερνητικούς αξιωματούχους, απαιτούνται άμεσες ενέργειες για τη δραστηριοποίηση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των τραπεζών εντός του 2ου πυλώνα επαγγελματικής ασφάλισης, μέσω της θεσμοθέτησης δυνατότητας ίδρυσης πολύ-εργοδοτικών ΤΕΑ χωρίς επαγγελματικό δεσμό. Με τον τρόπο αυτό, η επαγγελματική ασφάλιση μπορεί να γίνει ελκυστικό πεδίο περαιτέρω ανάπτυξης των εργασιών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των τραπεζών, αναλαμβάνοντας όμως τις ιδιαίτερες υποχρεώσεις και απολαμβάνοντας ταυτόχρονα τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα της επαγγελματικής ασφάλισης.
Στην αρχή της παρέμβασής μου ανέφερα εσκεμμένα ότι μόνο ένα μέρος της ασφαλιστικής βιομηχανίας της χώρας επιθυμεί την ενσωμάτωση του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος της επαγγελματικής ασφάλισης στον 3ο πυλώνα δίχως όμως την ταυτόχρονη ανάληψη των υποχρεώσεων και την υιοθέτηση του πλαισίου λειτουργίας που διέπει τον 2ο. Τούτο συμβαίνει διότι γνωρίζουμε ως ΕΛΕΤΕΑ πως υπάρχουν ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν ιδρύσει (ή βρίσκονται στη διαδικασία ίδρυσης) τα δικά τους ΤΕΑ, που κατανοούν τη διαφορετικότητά τους και αντιλαμβάνονται τον ορίζοντα των δυνατοτήτων που διανοίγεται από ενδεχόμενη δραστηριοποίησή τους εντός του 2ου πυλώνα ασφάλισης μέσω της θεσμοθέτησης πολύ-εργοδοτικών ΤΕΑ χωρίς επαγγελματικό δεσμό. Η ενδεχόμενη ίδρυση μερικών εμβληματικών πολύ-εργοδοτικών ΤΕΑ από μεγάλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τράπεζες που θα απευθύνονται προς όλους τους κοινωνικούς εταίρους (εργοδότες/εργαζόμενους) της χώρας, αναμένεται να προσφέρει τεράστιες δυνατότητες συσσώρευσης περιουσιακών στοιχείων, οικονομιών κλίμακος και κυρίως, την πολυπόθητη πρόσβαση στην επαγγελματική ασφάλιση προς όλους τους κοινωνικούς εταίρους και όχι μόνο προς τους λίγους, ψαγμένους και ισχυρούς. Μία τέτοια εξέλιξη μόνο θετικά θα μπορούσε επιπλέον να επιδράσει και προς τον νέο κεφαλαιοποιητικό φορέα της επικουρικής ασφάλισης που σχεδιάζει το Υπουργείο, καθώς θα του έθετε ένα έμμεσο σημείο αναφοράς και θα τον εξανάγκαζε να υιοθετεί διαρκώς υψηλότερες προδιαγραφές επαγγελματικής διακυβέρνησης στα πρότυπα εκείνων που ισχύουν στον 2ο πυλώνα της επαγγελματικής ασφάλισης.
Ο δρόμος προς ένα σύγχρονο και βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας περνά μέσα από την ανάπτυξη του 2ου πυλώνα της επαγγελματικής ασφάλισης – του μόνου που συνδυάζει την κοινωνική αλληλεγγύη και σύμπραξη εργοδοτών και εργαζομένων με την τεχνοκρατικά επαγγελματική και διαφανή διακυβέρνηση. Ας τον αξιοποιήσουμε κατάλληλα με την ευχή η επαγγελματική ασφάλιση να αποτελέσει τη χρυσή τομή στο νέο κοινωνικό συμβόλαιο που απαιτείται στη χώρα μας για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας και της επάρκειας του συνταξιοδοτικού συστήματος.
* Ο κ. Χρήστος Νούνης είναι Πρόεδρος Δ.Σ. της Ελληνικής Ένωσης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΕΛΕΤΕΑ) και Πρόεδρος του Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης του Υπουργείου Οικονομικών (ΤΕΑ-ΥΠΟΙΚ)